οἰκουρῶσι

οἰκουρῶσι
οἰκουρέω
watch
pres subj act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικουρώ — (Α οἰκουρῶ, έω) [οικουρός] νεοελλ. παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας αρχ. 1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι 2. (γενικά) φυλάω κάτι 3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.) 4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”